All News
Εκθεση-καταπέλτης για το μεταναστευτικό
Πρόσφυγες και μετανάστες αναχωρούν από το λιμάνι της Μυτιλήνης, ώστε να διαμοιραστούν σε δομές φιλοξενίας της ενδοχώρας. Μια αδυναμία που θίγει η έκθεση είναι ο χαμηλός αριθμός μετεγκαταστάσεων από Ελλάδα και Ιταλία.
Βασικές ελλείψεις και τεράστιες καθυστερήσεις κατέγραψε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο στην έκθεση-καταπέλτη που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα σχετικά με τη διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης στην Ιταλία και την Ελλάδα. Η ομάδα που συνέταξε την έκθεση επισκέφθηκε hotspots σε Ελλάδα και Ιταλία, ενώ στη χώρα μας είχε μια σειρά συναντήσεων με υπουργούς και αξιωματούχους της προηγούμενης κυβέρνησης.
Τα βασικά συμπεράσματά της, που αφορούν το διάστημα 2017-2019, είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να εντατικοποιήσει τις προσπάθειές της στους τομείς του ασύλου, της μετεγκατάστασης και της επιστροφής μεταναστών, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της. «Τα προγράμματα μετεγκατάστασης έκτακτης ανάγκης δεν πέτυχαν τους στόχους που είχαν τεθεί, ενώ μόνο μερικώς επετεύχθη η ελάττωση της πίεσης που ασκείται στην Ελλάδα και στην Ιταλία», αναφέρει συγκεκριμένα η έκθεση. Το βασικό πρόβλημα που επισημάνθηκε δεν είναι άλλο από το πόσο χρονοβόρες εξακολουθούν να είναι οι διαδικασίας διεκπεραίωσης αιτήσεων ασύλου. Τα ποσοστά επιστροφής παράτυπων μεταναστών παραμένουν χαμηλά και η διαδικασία της επιστροφής προβληματική σε ολόκληρη την Ε.Ε.
Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους και είναι αποκαρδιωτικά. Ενώ οι προσφυγές πρέπει να εξετάζονται εντός τριών ημερών από την κατάθεσή τους και η απόφαση επί της προσφυγής να εκδίδεται το αργότερο εντός δύο ημερών από την εξέτασή της, ο μέσος χρόνος διεκπεραίωσης το 2018 στην Ελλάδα ήταν 171 ημέρες. Τα νούμερα είναι το ίδιο άσχημα –και αντί να βελτιώνονται, ολοένα χειροτερεύουν– όσον αφορά τον χρόνο που απαιτείται από την καταγραφή έως την έκδοση πρωτοβάθμιων αποφάσεων. Από 84 ημέρες που ήταν το 2016, αυξήθηκε σε 241 ημέρες το 2018. Οι εμπειρογνώμονες, όμως, εντόπισαν και πολύ πιο χρονοβόρες περιπτώσεις, όπως αιτήσεις που υποβλήθηκαν το 2018, για τις οποίες η συνέντευξη ορίστηκε το 2022 ή ακόμη και το 2023, όπως αναφέρει η έκθεση. Αυτή η καθυστέρηση είναι ένας από τους λόγους για το ότι είναι πολύ μικρός ο αριθμός των ανθρώπων που επιστρέφονται στην Τουρκία. Η ανεπαρκής χωρητικότητα των κέντρων κράτησης, η προβληματική συνεργασία με τις χώρες καταγωγής των μεταναστών ή το γεγονός ότι οι μετανάστες απλώς διαφεύγουν μόλις εκδοθεί η απόφαση επιστροφής, κάνουν τις επαναπροωθήσεις ακόμα πιο δύσκολες.
Οσον αφορά τις συνθήκες διαμονής, η κατάσταση στη Σάμο είναι αποκαρδιωτική, κυρίως για τις περιπτώσεις ανηλίκων που χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα. Για τα κοντέινερ όπου φιλοξενούνται ανήλικοι επισημαίνεται ότι «ορισμένα δεν είχαν πόρτες, παράθυρα, κρεβάτια ή συσκευές κλιματισμού. Σε κάθε οικίσκο, χωρητικότητας, επισήμως, οκτώ έως δέκα ανηλίκων, διέμεναν περίπου 16 ασυνόδευτοι ανήλικοι, ορισμένοι από τους οποίους κοιμούνταν στο δάπεδο», ενώ τα ασυνόδευτα κορίτσια στη Σάμο «κοιμούνταν στο δάπεδο ενός οικίσκου εμβαδού 10 τ.μ., δίπλα στο γραφείο της αστυνομίας, χωρίς τουαλέτα ή ντους». Μια άλλη αδυναμία που θίγει η έκθεση, είναι το χαμηλό νούμερο μετεγκαταστάσεων από την Ελλάδα και την Ιταλία – μόλις 34.705 σε σύγκριση με τον αρχικό στόχο των 98.256. Κατά την εκτίμηση των ελεγκτών, αυτές οι χαμηλές επιδόσεις οφείλονται κυρίως στο πολύ μικρό ποσοστό των δυνάμει επιλέξιμων για μετεγκατάσταση μεταναστών, καθώς οι Αρχές αδυνατούσαν να εντοπίσουν πιθανούς υποψήφιους που θα πληρούσαν τα κριτήρια.
Ο επικεφαλής της έκθεσης, Λέο Μπρινκάτ, μιλώντας στην «Κ» τόνισε ότι μια αδυναμία που εντόπισε στην Ελλάδα ήταν η συνεργασία μεταξύ των θεσμών. «Οταν ήμουν στην Ελλάδα, είχα συναντήσεις με τους υπουργούς Μετανάστευσης, Οικονομικών και Εσωτερικών. Παρά τις καλές προθέσεις και δεσμεύσεις τους, το γεγονός ότι υπάρχουν τρεις υπουργοί δυσκολεύει τη συνεργασία, αλλά και τη δρομολόγηση πιο απλοποιημένων διαδικασιών», είπε χαρακτηριστικά. Επίσης, ανέφερε ότι δεν υπάρχει σωστή κατανομή του προσωπικού του Frontex. Από τη μία διαπίστωσε στη Σάμο άμεση ανάγκη για περισσότερο προσωπικό, καθώς ο υπερπληθυσμός στον καταυλισμό δεν είναι διαχειρίσιμος, σε αντίθεση με τη Μεσίνα της Ιταλίας, όπου υπήρχε περισσότερο προσωπικό του Frontex παρά μετανάστες. «Προτείνουμε την επανασχεδίαση του τρόπου κατανομής του προσωπικού του Frontex», είπε στην «Κ» και εξήγησε ότι, προς το παρόν, αυτή η κατανομή γίνεται ένα χρόνο πριν από την πραγματική τοποθέτηση, με αποτέλεσμα, κατά περίπτωση, να υπάρχει περισσότερο ή λιγότερο προσωπικό απ’ όσο χρειάζεται.
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
σχόλια
Πρέπει να είστε μέλος για να αναρτήσετε σχόλια. - Συνδεθείτε εδώ